ποδηλατάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποδηλατάδα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (οικείο) βόλτα με ποδήλατο
- Ποδηλατάδα στους φωτισμένους δρόμους της Αθήνας (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποδηλατάδα
|