πολιτεύτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτεύτρια οι πολιτεύτριες
      γενική της πολιτεύτριας των πολιτευτριών
    αιτιατική την πολιτεύτρια τις πολιτεύτριες
     κλητική πολιτεύτρια πολιτεύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολιτεύτρια < πολιτευ(τής) + -τρια[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /po.liˈtef.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λι‐τεύ‐τρι‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολιτεύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πολιτευτής

Αναφορές

[επεξεργασία]