πολλαπλασιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολλαπλασιάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιάζομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]