πολυέξοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυέξοδος < (ελληνιστική κοινή) πολυέξοδος < πολύς + αρχαία ελληνική ἔξοδος < ὁδός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυέξοδος, -η, -ο
- που κάνει πολλά έξοδα
- πολυδάπανος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυέξοδος