πολυθρόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυθρόνα οι πολυθρόνες
      γενική της πολυθρόνας των πολυθρονών
    αιτιατική την πολυθρόνα τις πολυθρόνες
     κλητική πολυθρόνα πολυθρόνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δερμάτινη πολυθρόνα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυθρόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική poltrona, θηλυκό του poltrone < ιταλική poltro (κρεβάτι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.liˈθɾo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐θρό‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυθρόνα θηλυκό

  • αναπαυτικό κάθισμα για ένα άτομο με στηρίγματα για την πλάτη και, συνήθως, για τα χέρια

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]