πολυκέφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκέφαλος < αρχαία ελληνική
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυκέφαλος, -η, -ο
- που έχει πολλά κεφάλια
- πολυκέφαλο τέρας
- (μεταφορικά) που έχει πολλούς διευθύνοντες
- πολυκέφαλο κόμμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκέφαλος
|