πολυκύμαντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκύμαντος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυκύμαντος, -η, -ο
- που έχει πολλά κύματα
- ≈ συνώνυμα: τρικυμιώδης
- ≠ αντώνυμα: ακύμαντος
- (μεταφορικά) που κυμαίνεται πολύ, που μεταβάλλεται συχνά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκύμαντος
|