πολυτέλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυτέλεια οι πολυτέλειες
      γενική της πολυτέλειας
πολυτελείας
των πολυτελειών
    αιτιατική την πολυτέλεια τις πολυτέλειες
     κλητική πολυτέλεια πολυτέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυτέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυτέλεια (σπατάλη) < πολυτελής < πολυ- + -τελής (τέλος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /po.liˈte.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐τέ‐λει‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυτέλεια θηλυκό

  1. η δαπάνη χρηματικών ποσών και η χρήση αντικειμένων και υπηρεσιών πέρα από την κάλυψη των βασικών αναγκών και πάνω από το μέσο βιοτικό επίπεδο
    Απίστευτη πολυτέλεια και μανία με το θεαθήναι. Πισίνα όταν το σπίτι τους είναι 200 μέτρα από τη θάλασσα; Στο Τέξας νομίζει ότι ζει ο άνθρωπος;
  2. σπατάλη που δεν θεωρείται άμεσα απαραίτητη, περιττό έξοδο
    Ωραίο είναι και το νέο μοντέλο, αλλά μια χαρά είναι και το κινητό που έχεις, δεν είμαστε τώρα για πολυτέλειες.
  3. χλιδή, μεγαλοπρέπεια, πλούτος
    Πήγα στο σπίτι τους και έμεινα άλαλη. Πολυτέλεια να δουν τα μάτια σου! Πού τα βρήκαν τα λεφτά βρε παιδί μου αφού πάντα κλαίγονταν;
  4. ευχέρεια, άνεση
    Εχει την πολύτέλεια να πηγαίνει διακοπές ένα ολόκληρο μήνα, όπως εμείς οι υπόλοιποι πηγαίναμε μόνο όταν είμαστε παιδιά.
  5. (γενική της ιδιότητας πολυτελείας), προσδιοριστική ακριβών προϊόντων και υπηρεσιών ανώτερης ποιότητας
    Σιγά μην αγοράσω κεράσια με 4,80 το κιλό. Κατάντησε και το φρούτο είδος πολυτελείας.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολυτέλει αἱ πολυτέλειαι
      γενική τῆς πολυτελείᾱς τῶν πολυτελειῶν
      δοτική τῇ πολυτελεί ταῖς πολυτελείαις
    αιτιατική τὴν πολυτέλειᾰν τὰς πολυτελείᾱς
     κλητική ! πολυτέλει πολυτέλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυτελεί
γεν-δοτ τοῖν  πολυτελείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυτέλεια < πολυτελ(ής) + -εια. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -τέλεια. → δείτε  πολύς + -τελής (τέλος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυτέλεια, -ας θηλυκό

  1. σπατάλη
  2. πολυτέλεια, μεγαλοπρέπεια
  3. υψηλό κόστος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]