πολυόμματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυόμματος < ελληνιστική κοινή πολυόμματος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.liˈo.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐όμ‐μα‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]πολυόμματος, -η, -ο
- που έχει πολλά μάτια, ο πολυόφθαλμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυόμματος αρσενικό
- (εντομολογία) γένος λεπιδόπτερων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυόμματος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- πολυόμματος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολυόμματος | τὸ | πολυόμματον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πολυομμάτου | τοῦ | πολυομμάτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πολυομμάτῳ | τῷ | πολυομμάτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολυόμματον | τὸ | πολυόμματον | ||
κλητική ὦ! | πολυόμματε | πολυόμματον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πολυόμματοι | τὰ | πολυόμματᾰ | ||
γενική | τῶν | πολυομμάτων | τῶν | πολυομμάτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυομμάτοις | τοῖς | πολυομμάτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυομμάτους | τὰ | πολυόμματᾰ | ||
κλητική ὦ! | πολυόμματοι | πολυόμματᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυομμάτω | τὼ | πολυομμάτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυομμάτοιν | τοῖν | πολυομμάτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πολυόμματος, -ος, -ον
- που έχει πολλά μάτια
Πηγές
[επεξεργασία]- πολυόμματος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυόμματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)