πολύσπαστο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολύσπαστον, πολύσπαστος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολύσπαστο τα πολύσπαστα
      γενική του πολύσπαστου των πολύσπαστων
    αιτιατική το πολύσπαστο τα πολύσπαστα
     κλητική πολύσπαστο πολύσπαστα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολύσπαστο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύσπαστον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του πολύσπαστος. Μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + σπαστός
Ανύψωση βάρους με πολύσπαστο.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poˈli.spa.sto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λύ‐σπα‐στος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολύσπαστο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πολύς, σπαστός και σπάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]