πονήρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πονήρω | ||
γενική | της | πονήρως | ||
αιτιατική | την | πονήρω | ||
κλητική | πονήρω | |||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poˈni.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐νή‐ρω
- τονικό παρώνυμο: πονηρό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πονήρω θηλυκό στον ενικό
- (σκωπτικό) η πονηρή γυναίκα, πονηρό θηλυκό
- ※ Η αλεπού, έτσι πονήρω που ήταν, ήθελε πάντα να ξεγελάει το λύκο.
- Μαρούλα Κλιάφα, Παραμύθια της Θεσσαλίας, Αθήνα: Κέδρος, 1977. απόσπασμα@books.google
- ※ Η αλεπού, έτσι πονήρω που ήταν, ήθελε πάντα να ξεγελάει το λύκο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πονήρω
→ δείτε τη λέξη πονηρή |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τρελέγκω' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)