πονοκεφαλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πονοκεφαλιάζω < πονοκέφαλ- (< πονοκέφαλος) + -ιάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.no.ce.faˈʎa.zo/
Ρήμα[επεξεργασία]
πονοκεφαλιάζω
- (αμετάβατο) νιώθω πονοκέφαλο, ζάλη και σύγχυση από κάτι
- έχω πονοκεφαλιάσει με αυτή την υπόθεση
- (μεταβατικό) προκαλώ πονοκέφαλο, ζάλη και σύγχυση
- με πονοκεφάλιασες με τις φωνές σου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πονοκεφαλιάζω | πονοκεφαλίαζα | θα πονοκεφαλιάζω | να πονοκεφαλιάζω | πονοκεφαλιάζοντας | |
β' ενικ. | πονοκεφαλιάζεις | πονοκεφαλίαζες | θα πονοκεφαλιάζεις | να πονοκεφαλιάζεις | πονοκεφαλίαζε | |
γ' ενικ. | πονοκεφαλιάζει | πονοκεφαλίαζε | θα πονοκεφαλιάζει | να πονοκεφαλιάζει | ||
α' πληθ. | πονοκεφαλιάζουμε | πονοκεφαλιάζαμε | θα πονοκεφαλιάζουμε | να πονοκεφαλιάζουμε | ||
β' πληθ. | πονοκεφαλιάζετε | πονοκεφαλιάζατε | θα πονοκεφαλιάζετε | να πονοκεφαλιάζετε | πονοκεφαλιάζετε | |
γ' πληθ. | πονοκεφαλιάζουν(ε) | πονοκεφαλίαζαν πονοκεφαλιάζαν(ε) |
θα πονοκεφαλιάζουν(ε) | να πονοκεφαλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πονοκεφαλίασα | θα πονοκεφαλιάσω | να πονοκεφαλιάσω | πονοκεφαλιάσει | ||
β' ενικ. | πονοκεφαλίασες | θα πονοκεφαλιάσεις | να πονοκεφαλιάσεις | πονοκεφαλίασε | ||
γ' ενικ. | πονοκεφαλίασε | θα πονοκεφαλιάσει | να πονοκεφαλιάσει | |||
α' πληθ. | πονοκεφαλιάσαμε | θα πονοκεφαλιάσουμε | να πονοκεφαλιάσουμε | |||
β' πληθ. | πονοκεφαλιάσατε | θα πονοκεφαλιάσετε | να πονοκεφαλιάσετε | πονοκεφαλιάστε | ||
γ' πληθ. | πονοκεφαλίασαν πονοκεφαλιάσαν(ε) |
θα πονοκεφαλιάσουν(ε) | να πονοκεφαλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πονοκεφαλιάσει | είχα πονοκεφαλιάσει | θα έχω πονοκεφαλιάσει | να έχω πονοκεφαλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις πονοκεφαλιάσει | είχες πονοκεφαλιάσει | θα έχεις πονοκεφαλιάσει | να έχεις πονοκεφαλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει πονοκεφαλιάσει | είχε πονοκεφαλιάσει | θα έχει πονοκεφαλιάσει | να έχει πονοκεφαλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πονοκεφαλιάσει | είχαμε πονοκεφαλιάσει | θα έχουμε πονοκεφαλιάσει | να έχουμε πονοκεφαλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε πονοκεφαλιάσει | είχατε πονοκεφαλιάσει | θα έχετε πονοκεφαλιάσει | να έχετε πονοκεφαλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πονοκεφαλιάσει | είχαν πονοκεφαλιάσει | θα έχουν πονοκεφαλιάσει | να έχουν πονοκεφαλιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πονοκεφαλιάζω
|