πορτμονέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορτμονέ < γαλλική porte-monnaie (πορτοφόλι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πορτμονέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]