πουρές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πουρές | οι | πουρέδες |
γενική | του | πουρέ | των | πουρέδων |
αιτιατική | τον | πουρέ | τους | πουρέδες |
κλητική | πουρέ | πουρέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /puˈɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐ρές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουρές αρσενικό
- (γαστρονομία) πολτός που παρασκευάζεται από λιωμένες βραστές πατάτες, βούτυρο και γάλα
- άλλες μορφές: πουρέ (άκλιτο, ουδέτερο)
- (γενικότερα) πολτός που παρασκευάζεται από λιωμένα λαχανικά ή όσπρια
Παράγωγα[επεξεργασία]
- πουρεδάκι (υποκοριστικό)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πουρές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πουρές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πουρή
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πουρές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)