πουρσουίτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πουρσουίτ < γαλλική poursuite < poursuivre < παλαιά γαλλική porsivre / poursivre / porsuir / poursuire / porsivir < δημώδης λατινική *prosequere < λατινική prosequor < sequor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πουρσουίτ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]