πουρσουίτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πουρσουίτ < γαλλική poursuite < poursuivre < παλαιά γαλλική porsivre / poursivre / porsuir / poursuire / porsivir < δημώδης λατινική *prosequere < λατινική prosequor < sequor
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πουρσουίτ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ποδηλατικός αγώνας πίστας, κατά τον οποίο δύο αντίπαλοι ξεκινούν από αντίθετες πλευρές της πίστας και προσπαθούν να προλάβουν ο ένας τον άλλον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)