ππαραλλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ππαραλλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική paralı

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ππαραλλής αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]