πράξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾa.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρά‐ξει
ομόηχο: πράξη

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πράξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πράττω
  2. θα πράξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πράττω
  3. να πράξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πράττω