πρακτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρακτικό τα πρακτικά
      γενική του πρακτικού των πρακτικών
    αιτιατική το πρακτικό τα πρακτικά
     κλητική πρακτικό πρακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρακτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acte)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρακτικό ουδέτερο

  1. επίσημη καταγραφή όσων λέγονται (ή γίνονται) σε συσκέψεις, συνεδριάσεις κ.λπ.
  2. επίσημη γραπτή αποτύπωση μιας διαδικασίας, απόφασης, ενέργειας κ.λπ.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πρακτικό