πρακτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρακτικό | τα | πρακτικά |
γενική | του | πρακτικού | των | πρακτικών |
αιτιατική | το | πρακτικό | τα | πρακτικά |
κλητική | πρακτικό | πρακτικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρακτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acte)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρακτικό ουδέτερο
- επίσημη καταγραφή όσων λέγονται (ή γίνονται) σε συσκέψεις, συνεδριάσεις κ.λπ.
- επίσημη γραπτή αποτύπωση μιας διαδικασίας, απόφασης, ενέργειας κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρακτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πρακτικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)