πριβέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πριβέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική privé

Επίθετο

[επεξεργασία]

πριβέ άκλιτο

  • ιδιωτικό, μόνο για λίγους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]