πριμαρόλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πριμαρόλι τα πριμαρόλια
      γενική του πριμαρολίου των πριμαρολίων
    αιτιατική το πριμαρόλι τα πριμαρόλια
     κλητική πριμαρόλι πριμαρόλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πριμαρόλι < βενετική primarolo[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾi.maˈɾo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρι‐μα‐ρό‐λι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πριμαρόλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήνας Επιστημονικής Εταιρείας, Αθήνα: Τυπογραφείο Αδελφών Περρή, 1982. σελ. 139
  2. Αθηνά Κακούρη, Πριμαρόλια, Αθήνα: Εστία, 1999
  • πριμαρόλι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)