προέφηβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈe.fi.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐έ‐φη‐βος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προέφηβος αρσενικό (θηλυκό προέφηβη)
- (νεολογισμός) που έχει ηλικία αμέσως πριν την εφηβεία
- ※ Μέσα από τη μεγαλύτερη πανευρωπαϊκή μελέτη που έχει διεξαχθεί ποτέ για τους προεφήβους- «tweens» [...] προέκυψαν αποτελέσματα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τα οποία κατέρριψαν πολλούς μύθους για τη σχέση των παιδιών με το Διαδίκτυο αλλά και τη στάση τους απέναντι στην οικογένεια και την έννοια της διασημότητας που προβάλλει η σύγχρονη κουλτούρα. (Αφροδίτη Γραμμέλη, Η ακτινογραφία της Generation ΧD, Το Βήμα, 10 Ιανουαρίου 2010)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προεφηβεία
- προεφηβικός
- → δείτε τις λέξεις προ, έφηβος και ήβη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προέφηβος
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)