προαποφασίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προαποφασίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προαποφασίζω | προαποφάσιζα | θα προαποφασίζω | να προαποφασίζω | προαποφασίζοντας | |
β' ενικ. | προαποφασίζεις | προαποφάσιζες | θα προαποφασίζεις | να προαποφασίζεις | προαποφάσιζε | |
γ' ενικ. | προαποφασίζει | προαποφάσιζε | θα προαποφασίζει | να προαποφασίζει | ||
α' πληθ. | προαποφασίζουμε | προαποφασίζαμε | θα προαποφασίζουμε | να προαποφασίζουμε | ||
β' πληθ. | προαποφασίζετε | προαποφασίζατε | θα προαποφασίζετε | να προαποφασίζετε | προαποφασίζετε | |
γ' πληθ. | προαποφασίζουν(ε) | προαποφάσιζαν προαποφασίζαν(ε) |
θα προαποφασίζουν(ε) | να προαποφασίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προαποφάσισα | θα προαποφασίσω | να προαποφασίσω | προαποφασίσει | ||
β' ενικ. | προαποφάσισες | θα προαποφασίσεις | να προαποφασίσεις | προαποφάσισε | ||
γ' ενικ. | προαποφάσισε | θα προαποφασίσει | να προαποφασίσει | |||
α' πληθ. | προαποφασίσαμε | θα προαποφασίσουμε | να προαποφασίσουμε | |||
β' πληθ. | προαποφασίσατε | θα προαποφασίσετε | να προαποφασίσετε | προαποφασίστε | ||
γ' πληθ. | προαποφάσισαν προαποφασίσαν(ε) |
θα προαποφασίσουν(ε) | να προαποφασίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προαποφασίσει | είχα προαποφασίσει | θα έχω προαποφασίσει | να έχω προαποφασίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προαποφασίσει | είχες προαποφασίσει | θα έχεις προαποφασίσει | να έχεις προαποφασίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προαποφασίσει | είχε προαποφασίσει | θα έχει προαποφασίσει | να έχει προαποφασίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προαποφασίσει | είχαμε προαποφασίσει | θα έχουμε προαποφασίσει | να έχουμε προαποφασίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προαποφασίσει | είχατε προαποφασίσει | θα έχετε προαποφασίσει | να έχετε προαποφασίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προαποφασίσει | είχαν προαποφασίσει | θα έχουν προαποφασίσει | να έχουν προαποφασίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαποφασίζω
Πηγές[επεξεργασία]
- προαποφασίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προαποφασίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)