προασβέστωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προασβέστωση | οι | προασβεστώσεις |
γενική | της | προασβέστωσης* | των | προασβεστώσεων |
αιτιατική | την | προασβέστωση | τις | προασβεστώσεις |
κλητική | προασβέστωση | προασβεστώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προασβεστώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προασβέστωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προασβέστωση
|