προασφάλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προασφάλιση | οι | προασφαλίσεις |
γενική | της | προασφάλισης* | των | προασφαλίσεων |
αιτιατική | την | προασφάλιση | τις | προασφαλίσεις |
κλητική | προασφάλιση | προασφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προασφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προασφάλιση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προασφάλι(σις) + -ση < ελληνιστική κοινή προασφαλίζω < πρό + ἀσφᾰλίζω < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < σφάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ασφάλιση.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.aˈsfa.li.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐α‐σφά‐λι‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προασφάλιση θηλυκό
- ασφάλιση εκ των προτέρων (όπως για εμπόρευμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προασφάλιση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)