προαύλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προαύλι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | προαύλι | ||
κλητική | προαύλι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προαύλι < προαύλιο < ελληνιστική κοινή προαύλιον < πρό + αρχαία ελληνική αὐλή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈa.vli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐αύ‐λι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προαύλι[1] ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (λαϊκότροπο, αργκό) άλλη μορφή του προαύλιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαύλι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προαύλι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)