προεδρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεδρολογία < πρόεδρ(ος) + -ο- + -λογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.e.ðɾo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ε‐δρο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προεδρολογία θηλυκό
- (νεολογισμός) η συζήτηση σχετικά με τη μεταβολή στη θέση ενός προέδρου
- ※ Έτσι, η χώρα βρίσκεται αυτόν τον καιρό στον πυρετό της προεδρολογίας. Το κάθε κόμμα της βουλής, έχει ήδη διαμορφώσει ένα δικό του πρότυπο Προέδρου που θα ήθελε. (Θεόδωρος Αυγερινός, Η «προεδρολογία», Το Βήμα, 7 Ιανουαρίου 2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεδρολογία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)