προεκλογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προεκλογικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην περίοδο πριν από μια εκλογή και στην προσπάθεια των υποψηφίων και των κομμάτων να κερδίσουν την ψήφο των ψηφοφόρων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεκλογικός