προεκτοπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεκτοπίζω < προ- + εκτοπίζω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preempt)

Ρήμα[επεξεργασία]

προεκτοπίζω (παθητική φωνή: προεκτοπίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]