προεμβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]προεμβάζω (παθητική φωνή: προεμβάζομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προεμβάζω | προέμβαζα | θα προεμβάζω | να προεμβάζω | προεμβάζοντας | |
β' ενικ. | προεμβάζεις | προέμβαζες | θα προεμβάζεις | να προεμβάζεις | προέμβαζε | |
γ' ενικ. | προεμβάζει | προέμβαζε | θα προεμβάζει | να προεμβάζει | ||
α' πληθ. | προεμβάζουμε | προεμβάζαμε | θα προεμβάζουμε | να προεμβάζουμε | ||
β' πληθ. | προεμβάζετε | προεμβάζατε | θα προεμβάζετε | να προεμβάζετε | προεμβάζετε | |
γ' πληθ. | προεμβάζουν(ε) | προέμβαζαν προεμβάζαν(ε) |
θα προεμβάζουν(ε) | να προεμβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προέμβασα | θα προεμβάσω | να προεμβάσω | προεμβάσει | ||
β' ενικ. | προέμβασες | θα προεμβάσεις | να προεμβάσεις | προέμβασε | ||
γ' ενικ. | προέμβασε | θα προεμβάσει | να προεμβάσει | |||
α' πληθ. | προεμβάσαμε | θα προεμβάσουμε | να προεμβάσουμε | |||
β' πληθ. | προεμβάσατε | θα προεμβάσετε | να προεμβάσετε | προεμβάστε | ||
γ' πληθ. | προέμβασαν προεμβάσαν(ε) |
θα προεμβάσουν(ε) | να προεμβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προεμβάσει | είχα προεμβάσει | θα έχω προεμβάσει | να έχω προεμβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις προεμβάσει | είχες προεμβάσει | θα έχεις προεμβάσει | να έχεις προεμβάσει | ||
γ' ενικ. | έχει προεμβάσει | είχε προεμβάσει | θα έχει προεμβάσει | να έχει προεμβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προεμβάσει | είχαμε προεμβάσει | θα έχουμε προεμβάσει | να έχουμε προεμβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε προεμβάσει | είχατε προεμβάσει | θα έχετε προεμβάσει | να έχετε προεμβάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προεμβάσει | είχαν προεμβάσει | θα έχουν προεμβάσει | να έχουν προεμβάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προεμβάζω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- προεμβάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)