προενισχυτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προενισχυτής αρσενικό
- κύκλωμα ή συσκευή που ενισχύει την τάση ενός σήματος και που τοποθετείται ανάμεσα στην πηγή του σήματος και τον ενισχυτή της ισχύος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προενισχυτής