προεπεξεργασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεπεξεργασία < προ- + επεξεργασία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.e.pe.kseɾ.ɣaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ε‐πε‐ξερ‐γα‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προεπεξεργασία θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία που προηγείται της επεξεργασίας
- ※ Η πρώτη παράβαση, σύμφωνα με το ΥΠΕΧΩΔΕ, έγκειται στο γεγονός ότι «τα παραγόμενα βιομηχανικά απόβλητα στο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών δεν υφίστανται φυσικοχημική προεπεξεργασία και δεν υπάρχουν οι προβλεπόμενες δεξαμενές συλλογής αυτών κατά παράβαση των εγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων». (Ρυπαίνουν ακόμη τα Μεσόγεια, Η Καθημερινή, 18 Δεκεμβρίου 2005)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεπεξεργασία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)