προεσκεμμένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεσκεμμένως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεσκεμμένως < αρχαία ελληνική μετοχή προεσκεμμένος + -ως. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + εσκεμμένως.
Επίρρημα[επεξεργασία]
προεσκεμμένως (τροπικό επίρρημα)
- (παρωχημένο) προσεκτικά, προμελετημένα, με προηγούμενη σκέψη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεσκεμμένως
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προεσκεμμένως - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεσκεμμένως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετοχή παρακειμένου προεσκεμμένος + -ως του προσκέπτομαι και του προσκοποῦμαι, μέση φωνή του προσκοπέω / προσκοπώ. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ἐσκεμμένως.
Επίρρημα[επεξεργασία]
προεσκεμμένως (ελληνιστική κοινή)
- (τροπικό επίρρημα) προσεκτικά, προμελετημένα, με προηγούμενη σκέψη
Πηγές[επεξεργασία]
- προεσκεμμένως, προσκοπέω, προσκέπτομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ως (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Επιρρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)