προηχογραφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προηχογραφημένος < προ- + μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ηχογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
προηχογραφημένος, -η, -ο
- που έχει ηχογραφηθεί από πριν
- Σε αυτό το κομμάτι το μπάσο παίχτηκε από μουσικό, αλλά το χαρακτηριστικό μπάσο τομ ήταν προηχογραφημένο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προηχογραφημένος