προθωρακικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προθωρακικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prothoracic < prothorax < αρχαία ελληνική πρό + θώραξ
Επίθετο
[επεξεργασία]προθωρακικός
- (ανατομία, ιατρική) που έχει σχέση με το μπροστινό μέρος του θώρακα ή τον προθώρακα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις προθώρακας, προ και θώρακας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προθωρακικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)