προικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προικισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προικίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προικισμός
|