προκαταρκτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | προκαταρκτικά | ||
γενική | των | προκαταρκτικών | ||
αιτιατική | τα | προκαταρκτικά | ||
κλητική | προκαταρκτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκαταρκτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προκαταρκτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προκαταρκτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- προπαρασκευαστικές διαδικασίες ή λόγια
- (ειδικότερα) διαδικασίες ή παιχνίδι ερωτικού περιεχομένου πριν από τη συνουσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκαταρκτικά
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκαταρκτικά < προκαταρκτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
προκαταρκτικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκαταρκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προκαταρκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προκαταρκτικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)