προλυκειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προλυκειακός
- που αφορά εκπαιδευτική βαθμίδα πριν από το λύκειο
- ※ Σήμερα είχαμε μια πάρα πολύ καλή συνεργασία με τον υπουργό (…) και τους δυο υφυπουργούς, για να κοιτάξουμε όλα τα θέματα που αφορούν την τουριστική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, από το προλυκειακό μέχρι και το ανώτερο επίπεδο αλλά βεβαίως και για το τι γίνεται στις Ανώτατες Σχολές Τουρισμού και πώς αυτές θα μπορέσουν να αποκτήσουν μεγαλύτερη εξωστρέφεια. (www.gnto.gov.gr, 30.07.2014)
- που γίνεται ή συμβαίνει σε χρονική στιγμή πριν από τη φοίτηση στο λύκειο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προλυκειακός
|