προμεταμοσχευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προμεταμοσχευτικός < προ- + μεταμοσχευτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προμεταμοσχευτικός
- (ιατρική) που αφορά εξετάσεις που γίνονται πριν από κάποια μεταμόσχευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προμεταμοσχευτικός
|