προορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προορώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προορατικά
- προορατικός
- προορατικότητα
- → δείτε τις λέξεις προ και ορώ
Δείτε επίσης : προορῶ |
προορώ