προπαίρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προπαίρνω < προ- + παίρνω

προπαίρνω

  1. (σπάνιο, παρωχημένο) προλαβαίνω
  2. (σπάνιο, παρωχημένο) διακόπτω κάποιον και του απαντώ
  3. (σπάνιο, παρωχημένο) συναντώ, προϋπαντώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • προπαίρνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)