προπαραγγέλνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπαραγγέλνω < προ- + παραγγέλνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preorder)
Ρήμα[επεξεργασία]
προπαραγγέλνω θηλυκό
- (νεολογισμός) παραγγέλνω κάποιο προϊόν πριν διατεθεί προς πώληση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπαραγγέλνω
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)