προπαρασκευαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπαρασκευαστής < προ- + παρασκευαστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπαρασκευαστής αρσενικό (θηλυκό προπαρασκευάστρια)
- (επάγγελμα) καθηγητής που προετοιμάζει μαθητές
- (επάγγελμα, παρωχημένο) εργαζόμενος σε εργαστήριο, βοηθός
- ※ εζήτησα να διορισθή ώς προπαρασκευαστής μου ο Αντ . Βελλόπουλος , φοιτητής του φαρμακευτικού σχολείου , όν εν τω χημείω εξεπαίδευσα , και επέτυχον παρά του κυρίου υπουργού τον διορισμόν του (Λόγος εκφωνηθείς τη 25 Οκτωβρίου 1870 ημέρα της επισήμου εγκαθιδρύσεως των νέων αρχών του..., Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εκ του τυπογρα. Α. Κορομηλά, 1870 σελ. 183 [1])
- ※ Ο προπαρασκευαστής μου ἡτοίμασεν ἐκεῖ εἰς τὴν ἑστίαν του ἓν θερμότατον χωνευτήριον (Παύλος Διομήδης, Εστία, τόμος 2, 1876, σελ. 516 ([2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπαρασκευαστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)