προπερασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπερασμένος < προ- + περασμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
προπερασμένος, -η, -ο
- αυτός που βρίσκεται πριν από κάποιος άλλον που έχει περάσει
- Λίγες βαρκούλες αρμένιζαν και στο βάθος μεγάλα καράβια έμπαιναν κι έβγαιναν στο λιμάνι του Πειραιά. Έξαφνα ένοιωσα σαν να ήμουν σ' ένα νησάκι του Αιγαίου τον προπερασμένο αιώνα, στα χρόνια της Επαναστάσεως. (Σωτήρης Δημητρίου, Το κουμπί και το φόρεμα, εκδ. Πατάκη, 2013 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπερασμένος
|