προπερισπώμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπερισπώμενος < αρχαία ελληνική προπερισπώμενος < προ- (πρό) + περισπώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περισπάω / περισπῶ < περι- (περί) + σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (επιτυγχάνω, ευδοκιμώ)
Μετοχή
[επεξεργασία]προπερισπώμενος
- (γραμματική) που περισπάται στην παραλήγουσα, δεν είναι παροξύτονος διότι το τελικό φωνήεν είναι βραχύ λ.χ. σῶμα (σῶμᾰ)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προπερισπώμενος
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)