προπλάστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπλάστης αρσενικό
- κάποιος που ειδικεύεται στην κατασκευή προπλασμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπλάστης
|