προπληρωμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπληρωμή < προπληρώνω + -μή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prépaiement)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπληρωμή θηλυκό
- πληρωμή που γίνεται πριν την ολοκλήρωση μιας συναλλαγής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπληρωμή