προπραίτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προπραίτωρ | οι | προπραίτορες |
γενική | του | προπραίτορος | των | προπραιτόρων |
αιτιατική | τον | προπραίτορα | τους | προπραίτορες |
κλητική | προπραίτορ | προπραίτορες | ||
παρατήρηση=Δείτε και το νεότερο «προπραίτορας»» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπραίτωρ < λατινική propraetor
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προπραίτωρ αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προπραίτωρ
|