προσάρτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσάρτηση | οι | προσαρτήσεις |
γενική | της | προσάρτησης* | των | προσαρτήσεων |
αιτιατική | την | προσάρτηση | τις | προσαρτήσεις |
κλητική | προσάρτηση | προσαρτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσαρτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσάρτηση < ελληνιστική κοινή προσάρτησις < αρχαία ελληνική προσαρτάω / προσαρτῶ < πρός + ἀρτάω / ἀρτῶ (1,2: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική annexion)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈsaɾ.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σάρ‐τη‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐άρ‐τη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσάρτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσαρτώ
- η υπαγωγή ενός κράτους στην κυριαρχία ενός άλλου μονομερώς και χωρίς τη δική του βούληση ή επιδίωξη
- ※ Το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μαουτχάουζεν, έξω από το ομώνυμο χωριό 170 χιλιόμετρα δυτικά της Βιέννης, ιδρύθηκε από τους Γερμανούς ναζιστές, πριν από 82 χρόνια, τον Αύγουστο του 1938 ―λίγους μήνες μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο γερμανοναζιστικό Τρίτο Ράιχ στις 12 Μαρτίου 1938― αρχικά για να μεταφερθούν εκεί κρατούμενοι από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου και μετά από το Άουσβιτς. (Εφημερίδα των Συντακτών, 05.05.2020)
- η υπαγωγή μιας περιοχής (ή κι ενός κράτους) στην κυριαρχία ενός (άλλου) κράτους με αμοιβαία βούληση ή επιδίωξη
- ※ Τότε εξάλλου αποφασίστηκε και η προσάρτηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και της Άρτας, παρόλο που η χώρα δεν είχε µετάσχει σε πολεµικές επιχειρήσεις (1881). Η αντίστροφη μέτρηση για τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας είχε ξεκινήσει. (Εφημερίδα Το Βήμα, 31.12.2011)
- (γενικότερα, λόγιο) η σύνδεση, η σύναψη
- η υπαγωγή ενός κράτους στην κυριαρχία ενός άλλου μονομερώς και χωρίς τη δική του βούληση ή επιδίωξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προσάρτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)