προσαρμοστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσαρμοστία < προσαρμόζω + -τία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσαρμοστία θηλυκό
- (ιατρική) η προσαρμοστική ικανότητα του ματιού να βλέπει ευκρινώς κάποιο αντικείμενο σε οποιαδήποτε απόσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσαρμοστία
|