προσαρμοστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσαρμοστικός < προσαρμόζω + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.saɾ.mo.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σαρ‐μο‐στι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐αρ‐μο‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
προσαρμοστικός, -ή, -ό
- που προσαρμόζεται καλά ή εύκολα σε κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσαρμοστικότητα
- → δείτε τις λέξεις προσαρμόζω και αρμόζω